κατορθωτός

κατορθωτός
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να κατορθωθεί: Μιλάς για πράγματα που δεν είναι κατορθωτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατορθωτός — ή, όν [κατορθώ] 1. αυτός που μπορεί να κατορθωθεί, πραγματοποιήσιμος, εφικτός («αυτά που λες δεν είναι κατορθωτά») 2. το ουδ. ως ουσ. το κατορθωτό η δυνατότητα τής επίτευξης ενός έργου («δώσατέ με την άδειαν ν αμφιβάλλω περί τού κατορθωτού»,… …   Dictionary of Greek

  • αλωτός — ή, ό (Α ἁλωτός, ή, όν) αλώσιμος, ευάλωτος αρχ. κατορθωτός, εφικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἁλω (πρβλ. αόρ. ἑ άλω ν τού ρ. ἁλίσκομαι) + παραγ. κατάλ. τός] …   Dictionary of Greek

  • ανήνυστος — ἀνήνυστος, ον (Α) ο χωρίς αποτέλεσμα, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ανυστός («κατορθωτός») < ανύω «κατορθώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανυστός — ἀνυστός, όν (Α) [ανύω] 1. κατορθωτός 2. επιτρεπόμενος 3. (το ουδ. με το ως) «ὡς ἀνυστόν» κατά το δυνατόν 4. (για πρόσωπα) ικανός, έτοιμος …   Dictionary of Greek

  • βατός — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …   Dictionary of Greek

  • βολετός — (boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών. Το καρπόσωμα αυτού του μανιταριού είναι σαρκώδες, λείο, πιο σπάνια τριχωτό, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Έχει κεντρικό πόδα και πίλο με την εξωτερική επιφάνεια σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • δυνατός — ή, ό (AM δυνατός, ή, όν Μ και δυνατός, όν) [δύναμη] 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός 2. ανθεκτικός, στερεός («δυνατό προτείχισμα, κάστρο κ.λπ.») 3. ικανός, με αξιόλογες δυνατότητες («δυνατός γιατρός») 4. αυτός που μπορεί ή ενδέχεται να γίνει,… …   Dictionary of Greek

  • επιτευκτός — ή, ό [επιτυγχάνω] κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος, εφικτός …   Dictionary of Greek

  • ευεπίτευκτος — η, ο (Α εὐεπίτευκτος, ον) αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο κατορθωτός αρχ. 1. αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του 2. ο πρόσφορος, ο κατάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι τευκτός (< επι τυγχάνω), πρβλ. αν επί τευκτος, δυσ επίτευκτος] …   Dictionary of Greek

  • ευπόριστος — η, ο (ΑΜ εὐπόριστος, ον) αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιος αρχ. 1. εφικτός, κατορθωτός 2. αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα μέσα τής ζωής 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐπόριστα α) συνήθης και πρόχειρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”